-
1 камера
камера ж 1) ο θάλαμος, το κελί \камера хранения (ручного багажа ) η αίθουσα αποσκευών 2) (надувная ) η σαμπρέλα автомобильная \камера η σαμπρέλα, ο αεροθάλαμος (τροχού) З): фотографическая \камера о σκοτεινός θάλαμος* * *ж1) ο θάλαμος, το κελίка́мера хране́ния (ручно́го багажа́) — η αίθουσα αποσκευών
2) ( надувная) η σαμπρέλαавтомоби́льная ка́мера — η σαμπρέλα, ο αεροθάλαμος (τροχού)
3)фотографи́ческая ка́мера — ο σκοτεινός θάλαμος
-
2 камера
-ы θ.1. δωμάτιο, θάλαμος ειδικός• κάμαρα•тюремная камера κελί φυλακής•
одиночная камера απομονωτήριο φυλακής•
дезинфекционная απολυμαντήριο•
камера хранения багажа, αποθήκη αποσκευών σιδηρ. σταθμού.
2. αεροθάλαμος, σαμπρέλα. || (τεχ.) θάλαμος.3. (φωτογρ.) σκοτεινός θάλαμος. -
3 камера
камераж ί. τό κελλί[ον], ὁ θάλαμος:одиночная \камера τό κελλί καταδίκου· \камера хранения ж.-д. ἡ ἀποθήκη ἀποσκευών σιδηροδρομικού σταθμού·2. тех. ὁ ἀεροθάλαμος:фотографическая \камера ὁ σκοτεινός θάλαμος· \камера ши́ны ἡ σαμπρέλλα·3. кино ἡ μηχανή λήψης, ἡ κινηματογραφική μηχανή:телевизионная \камера ἡ μηχανή λήψης, Τηλεοράσεως.
См. также в других словарях:
θάλαμος — (Φυσ.). Ονομασία διάφορων συσκευών που περιλαμβάνουν έναν χώρο με πολύ συγκεκριμένες συνθήκες και περιεχόμενο και χρησιμοποιούνται για τη μελέτη των ιδιοτήτων των στοιχειωδών σωματιδίων (ηλεκτρονίων, πρωτονίων, νετρονίων κλπ.). Η μελέτη αυτή… … Dictionary of Greek
σκοτεινός — ή, ό / σκοτεινός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που δεν φωτίζεται, που βρίσκεται στο σκοτάδι ή που έχει σκοτάδι (α. «ως πλόκαμοι μπορούν να μάς τραβήξουν τα κύματα στης θάλασσας τα σκοτεινά τα βάθη», Παλαμ. β. «νυκτὸς ἅρμ ἐπείγεται σκοτεινόν», Αισχύλ. γ.… … Dictionary of Greek
θάλαμος — ο 1. δωμάτιο: Νυφικός θάλαμος. 2. μεγάλος χώρος σε νοσοκομείο ή στρατώνα όπου κοιμούνται πολλά άτομα μαζί. 3. εξάρτημα της φωτογραφικής μηχανής: Σκοτεινός θάλαμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
οπτική — Κλάδος της φυσικής, ο οποίος μελετά τα φωτεινά φαινόμενα, με σκοπό να ερευνήσει τη φύση τους και να περιγράψει τις εφαρμογές τους. Σήμερα είναι γενικά παραδεκτό ότι το φως συνίσταται από ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες μήκους κύματος μεταξύ 0,4… … Dictionary of Greek
όραση — Η αίσθηση της αντίληψης του φωτός. Το σύστημα υποδοχής του ερεθίσματος (φως) εδρεύει στο μάτι, για την ακρίβεια στον αμφιβληστροειδή. Το μάτι στο σύνολό του συμπεριφέρεται σαν σκοτεινός θάλαμος φωτογραφικής μηχανής, σχηματίζοντας την εικόνα επάνω … Dictionary of Greek
Χίλντεμπραντ — (Hildebrand, ψευδώνυμο του Nicolaas Beets, Χάαρλεμ 1814 – Ουτρέχτη 1903). Ολλανδός συγγραφέας. Αφού δέχτηκε την επίδραση του ρομαντισμού του Μπίλντερντέικ και κυρίως του Μπάυρον (στα αφηγηματικά ποιήματα Χοσέ, μια ισπανική ιστορία 1834, και Γκυ,… … Dictionary of Greek